- ἐραστῶν
- ἐραστήςlovermasc gen plἐραστόςbelovedfem gen plἐραστόςbelovedmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Rhigas — Rigas Rigas (ou Rhigas) dit Rigas Vélestinlis (en grec moderne Ρήγας Βελεστινλής) voire Rigas Féréos (Ρήγας Φεραίος) né à Velestino (Magnésie en Thessalie) vers 1757 et mort à Belgrade en juin 1798 était un écrivain, lettré et patriote grec … Wikipédia en Français
Rigas — (ou Rhigas) dit Rigas Vélestinlis (en grec moderne Ρήγας Βελεστινλής) voire Rigas Féréos (Ρήγας Φεραίος) né à Velestino (Magnésie en Thessalie) vers 1757 et mort à Belgrade en juin 1798 était un écrivain, lettré et patriote grec. Fils d un… … Wikipédia en Français
Rigas Feraios — Rigas Rigas (ou Rhigas) dit Rigas Vélestinlis (en grec moderne Ρήγας Βελεστινλής) voire Rigas Féréos (Ρήγας Φεραίος) né à Velestino (Magnésie en Thessalie) vers 1757 et mort à Belgrade en juin 1798 était un écrivain, lettré et patriote grec … Wikipédia en Français
Rigas Fereos — Rigas Rigas (ou Rhigas) dit Rigas Vélestinlis (en grec moderne Ρήγας Βελεστινλής) voire Rigas Féréos (Ρήγας Φεραίος) né à Velestino (Magnésie en Thessalie) vers 1757 et mort à Belgrade en juin 1798 était un écrivain, lettré et patriote grec … Wikipédia en Français
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… … Dictionary of Greek
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
μελαινίς — μελαινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. η Μελαινίς προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.) 2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek